- διαγκωνισμός
- ο (Α διαγκωνισμός) [διαγκωνίζομαι]νεοελλ.το να σπρώχνει κανείς με τους αγκώνες για ν' ανοίξει δρόμοαρχ.το να στηρίζεται κανείς στους αγκώνες του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγκωνισμός — jostling with the elbow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτωμός — ο, Ν [σκοτώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτώνω, σκότωμα, φόνος, φονικό (α. «στην πρώτη μάχη γίνηκε μεγάλος σκοτωμός» β. «κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) επίπονο, εξαντλητικό έργο («η δουλειά τού… … Dictionary of Greek